φωτοδότης — giver of light masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτοδότης — ο θηλ. τρα 1. αυτός που δίνει φως, αυτός που φωτίζει: Ο φωτοδότης ήλιος. 2. μτφ., αυτός που δίνει φως νοερό, αυτός που δίνει τη φώτιση του πνεύματος, που διαφωτίζει: Οι λόγιοι του Βυζαντίου έγιναν φωτοδότες της Δύσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοδότου — φωτοδότης giver of light masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτοδότα — φωτοδότᾱ , φωτοδότης giver of light masc nom/voc/acc dual φωτοδότης giver of light masc voc sg φωτοδότᾱ , φωτοδότης giver of light masc gen sg (doric aeolic) φωτοδότης giver of light masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωτοδότος — ον, Α φωτοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αντί τού τ. φωτοδότης] … Dictionary of Greek
φωτοδότας — φωτοδότᾱς , φωτοδότης giver of light masc acc pl φωτοδότᾱς , φωτοδότης giver of light masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαδούχος — ο (Α δᾳδοῡχος) 1. αυτός που κρατά δάδα, ο λαμπαδηφόρος 2. εκείνος που φωτίζει, καθοδηγεί τους άλλους («δᾳδοῡχοι τῆς σοφίας») αρχ. 1. ιερατικό αξίωμα τών Ελευσίνιων Μυστηρίων 2. ως επίθ. (για τον ήλιο) φωτοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δας (δαδός) + ούχος… … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek
φωτοδοσία — ἡ, ΜΑ [φωτοδότης] 1. παροχή φωτός, φωτισμός 2. εκκλ. ο φωτισμός τής ψυχής και τού πνεύματος … Dictionary of Greek
φωτοδότις — ιδος, ἡ, Α βλ. φωτοδότης … Dictionary of Greek